Την τελευταία δεκαετία, όλοι εμείς που βρισκόμαστε στην ξενόγλωσση εκπαίδευση αντιλαμβανόμαστε μια ολοένα αυξανόμενη πίεση ώστε οι μαθητές να παίρνουν τα πτυχία C2-Proficiency σε όσο μικρότερη ηλικία γίνεται «για να τελειώνουν με τις γλώσσες». Είναι εύλογο οι μαθητές των τελευταίων τάξεων του Λυκείου, επιβαρυμένοι σχεδόν πάντα με πολύ διάβασμα και έξτρα μαθήματα προετοιμασίας, να μη θέλουν να έχουν μπροστά τους και τις εξετάσεις των αγγλικών πτυχίων. Κι ενώ η εναλλακτική να ολοκληρώσει κάποιος μια ξένη γλώσσα ενώ είναι φοιτητής, ή ακόμα και αργότερα, δεν φαίνεται να λαμβάνεται υπ’ όψιν από πολλούς, πρέπει πραγματικά να αναρωτηθούμε με τι κόστος έρχεται ένα Proficiency, πτυχίο που απευθύνεται σε ενήλικες, στη Β’ και τη Γ’ Γυμνασίου, και αν πραγματικά αξίζει τον κόπο.
«Μα μια συμμαθήτρια του τάδε πήρε το Proficiency στην Α’ Γυμνασίου!»
Δεν υπάρχει εκπαιδευτικός που να μην έχει ακούσει κάτι παρόμοιο, και όταν αυτό λέγεται σε εμάς, σίγουρα λέγεται και μέσα στο σπίτι. Τι ακούει λοιπόν το παιδί; Ότι οτιδήποτε λιγότερο από αυτό που έκανε το παιδί του γείτονα, ή η ξαδέρφη ή ο συμμαθητής, είναι αποτυχία. Και πότε το ακούει αυτό; Σε μια ηλικία που δεν υπάρχει κάτι σημαντικότερο από την επιβεβαίωση και την αναγνώριση από τον γονιό. Αντί λοιπόν σε κάθε παιδί να αναγνωρίζεται το αυτονόητο, δηλαδή η μοναδικότητα των συνθηκών που μεγαλώνει, των δεξιοτήτων του, των αδυναμιών του, των ταλέντων του, των παράλληλων δραστηριοτήτων του, των προσωπικών του φιλοδοξιών και της προσωπικότητάς του, ξεκινά αυτός ο διαρκής ετεροπροσδιορισμός, τον οποίον πιθανόν να τον κουβαλάει στη ζωή του χρόνια μέχρι να τον αποτινάξει -αν το καταφέρει- με βοήθεια και προσπάθεια.
Ενώ λοιπόν πρωταρχικός και αδιαπραγμάτευτος στόχος κάθε γονιού θα έπρεπε να είναι να χτίσει και να διαφυλάξει την αυτοεκτίμηση του παιδιού– γιατί αν δεν αποκτήσει αυτοεκτίμηση ως παιδί θα πορευτεί στη ζωή με ένα τεράστιο κενό που θα αγωνιά να το αναπληρώσει- συχνά ο γονιός, παρασυρόμενος ενδεχομένως και από μια κοινωνία που εκτιμά το γρήγορο αντί του καλού, βάζει το παιδί από μικρή ηλικία στον ατέρμονο αγώνα για το «καλύτερο», συχνά συνυφασμένο με το «γρηγορότερο», απαξιώνοντας το καλό.
«Ναι, αλλά γιατί ο τάδε το πήρε με Α;»
Συχνά λοιπόν γινόμαστε ως εκπαιδευτικοί μάρτυρες μιας ματαίωσης του κόπου και της επιτυχίας των παιδιών από τους ίδιους τους γονείς, γιατί πάντα κάποιος εκεί έξω το κατάφερε αυτό νωρίτερα ή καλύτερα. Κάποιες φορές μάλιστα μπορεί να είμαστε παρόντες σε τέτοιες σκηνές, ενώ οι γονείς φαίνονται να μην αντιλαμβάνονται καν την βαρύτητα όσων λένε. Τέλος, καθώς με συζητήσεις επί συζητήσεων -και συγκρίσεις επί συγκρίσεων- έχουν βάλει βαθιά στο κύτταρο του παιδιού τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες θα έρθει η πολυπόθητη αναγνώριση, μας ανακοινώνουν ότι το ίδιο το παιδί είναι αυτό που ζητάει π.χ. να πάρει το Lower στην ΣΤ’ Δημοτικού, και αναμφίβολα έτσι είναι, το ίδιο το παιδί το ζητάει, αλλά γιατί; Γιατί αντιλαμβάνεται ότι τίποτα λιγότερο δεν θα του εξασφαλίσει την αναγνώριση και την επιβράβευση από τους γονείς του. Και αυτό βέβαια μέχρι τον επόμενο στόχο.
«Η μικρή θα χρειαστεί να νοσηλευτεί για ένα διάστημα»
Μα ποιο λοιπόν είναι το ψυχικό και σωματικό κόστος αυτής της διαρκούς σύγκρισης και ματαίωσης; Όλο και πιο συχνά βλέπουμε παιδιά που χάνουν το χαμόγελό τους. Έρχονται στο μάθημα σκυφτά, σαν να κουβαλούν στις πλάτες τους τις έγνοιες όλου το κόσμου, ενώ είναι 12 και 13 χρονών! Βαριές είναι οι προσδοκίες που έχουν φορτωθεί σε αυτά τα παιδιά. Άλλα υποφέρουν από αδικαιολόγητες και ασύμμετρες -θεωρητικά- συναισθηματικές εκρήξεις, που όμως εξηγούνται όταν κάποιος σκεφτεί την πίεση κάτω από την οποία καλούνται να λειτουργούν καθημερινά. Διατροφικές διαταραχές, αλωπεκίαση, συστηματική αδιαθεσία την ημέρα των εξετάσεων και υπερκόπωση είναι κάποια άλλα συμπτώματα που βλέπουμε δυστυχώς με ανησυχητική συχνότητα μέσα στις τάξεις μας. Αυτήν τη γενιά παιδιών που μεγαλώνει μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα ανασφάλειας, επηρεασμένης από οικονομική αστάθεια, πολέμους, φυσικές καταστροφές και αυξανόμενη βία, και μιλάει όλο και λιγότερο για τα συναισθήματά της, δεν θα έπρεπε να την αποφορτίζουμε αντί να την επιφορτίζουμε με μικρής σημασίας, πλασματικά χρονικά όρια που τελικά στη ζωή μακροσκοπικά θα είναι ανούσια;
Εμείς, ως εκπαιδευτικοί, που αγαπάμε τα παιδιά και αγαπάμε και την ίδια τη μάθηση και τη γνώση, αναρωτιόμαστε γιατί πρέπει η μάθηση να απαξιώνεται -γιατί σίγουρα απαξιώνεται όταν εξαρτάται μόνο από το πόσο γρήγορα μπορεί να επιτευχθεί- και αν αξίζει τελικά όλο το ψυχικό και σωματικό κόστος που γεννά μια τέτοια πίεση σε αυτές τις ευάλωτες ηλικίες. Η αγάπη για τη μάθηση και τη γνώση είναι αυτό που μας επιτρέπει να εξελισσόμαστε ως άνθρωποι και πρέπει να είναι πιστή μας σύντροφος για μια ζωή. Όχι να «τελειώνει» στο Γυμνάσιο, ούτε καν στο Λύκειο ή στο Πανεπιστήμιο. Σε ποιο σημείο ακριβώς χάθηκε αυτό και σε ποιο βωμό θυσιάστηκε; Μήπως πρέπει να σταματήσουμε και να αναρωτηθούμε αν τελικά με την αλόγιστη πίεση ξεριζώνουμε από την ανθρώπινη ψυχή την έμφυτη δίψα για μάθηση και την αντικαθιστούμε με άγχος, απογοήτευση και διαταραχές;
Jeannie Efstathiou B.A., M.A.
G.Stamatopoulou Terra Linguae Language School
[επιμέλεια κειμένου Αναστασία Σουλίου]
8th U-Report Greece by UNICEF 2023
H Ψυχική Υγεία Εφήβων και Νέων στην μετά-COVID εποχή